- καταληκτικοῦ
- καταληκτικόςleaving offmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημίαμβος — ἡμίαμβος, ὁ (AM) ήμισυς ίαμβος, ο τελευταίος μετρικός πους καταληκτικού ιαμβικού κώλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ίαμβος] … Dictionary of Greek
ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek